φεραυγής

From LSJ
Revision as of 13:38, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φεραυγής Medium diacritics: φεραυγής Low diacritics: φεραυγής Capitals: ΦΕΡΑΥΓΗΣ
Transliteration A: pheraugḗs Transliteration B: pheraugēs Transliteration C: feravgis Beta Code: feraugh/s

English (LSJ)

ές,

   A bringing light, Nonn.D.38.81, al., PMag.Berol.2.92.

German (Pape)

[Seite 1261] ές, Licht bringend, leuchtend; Nonn. D. 38, 81 u. öfter, u. a. Sp.; Suid. erkl. κατάλαμπρος.

Greek (Liddell-Scott)

φεραυγής: -ές, ὁ φέρων φῶς, Νόνν. Δ. 38. 81, κλπ., πρβλ. φερεαυγής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui porte la lumière, lumineux.
Étymologie: φέρω, αὐγή.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ, και φερεαυγής Α
αυτός που εκπέμπει φως («ἠελίοιο φεραυγέος», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. κυαν-αυγής, φωτ-αυγής].