πρατικός
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for selling, only as Subst., -κή, ἡ, tax on sales, IG 5(1).18 B12 (Sparta): -κόν, τό, commission on sales, POxy.1454.6 (ii A. D.): pl., Sammelb.4425 v 13 (ii A. D.).
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α πρατός
1. αυτός που αναφέρεται στην πώληση
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πρατική
φόρος στις πωλήσεις
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρατικόν
προμήθεια, ποσοστό στις πωλήσεις.