πολύχηλος
From LSJ
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
English (LSJ)
ον,
A with divided hoof, opp. μονώνυχος, Ph.2.353.
Greek (Liddell-Scott)
πολύχηλος: -ον, ἔχων πολλὰς χηλάς, Φίλων ΙΙ. 353, 40.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πολλές χηλές, πολλές οπλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χηλος (< χηλή «οπλή»), πρβλ. μακρό-χηλος].