προπεριελίσσω
From LSJ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
English (LSJ)
A twist round first, Aen.Tact.31.20.
German (Pape)
[Seite 739] vorher umwickeln, Sp.
Greek Monolingual
Α
περιτυλίσσω από πριν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + περιελίσσω «περιτυλίγω»].