ἀνειδωλοποιέω

From LSJ
Revision as of 14:12, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνειδωλοποιέω Medium diacritics: ἀνειδωλοποιέω Low diacritics: ανειδωλοποιέω Capitals: ΑΝΕΙΔΩΛΟΠΟΙΕΩ
Transliteration A: aneidōlopoiéō Transliteration B: aneidōlopoieō Transliteration C: aneidolopoieo Beta Code: a)neidwlopoie/w

English (LSJ)

   A represent in imagery, of poets, Plu.2.1113a; form a mental image of, imagine, τὰ μὴ ὄντα ὡς ὄντα Ph.2.59, cf. S.E.P. 3.155:—Med., Placit.5.2.3:—Pass., τὰ ἀνειδωλοποιούμενα μέτρα patterns conceived in the mind, Longin.14.1.

German (Pape)

[Seite 220] = simplex, Plut. adv. Col. 11. Med. sich versinnlichen, plac. phil. 5, 2; Eust. 1398, 27.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνειδωλοποιέω: εἰδωλοποιέω, Πλούτ. 2. 1113Α, Σέξτ. Ἐμπ. Πυρρων, Ὑποτυπ. 3. 155: - Μέσ., σχηματίζω τὴν εἰκόνα ἢ ἰδέαν πράγματός τινος, ἀνειδωλοποιουμένης τῆς ψυχῆς τὸ συμφέρον αὐτῇ Πλούτ. 2. 904F: - Παθ., τὰ ἀνειδωλοποιούμενα μέτρα, ὑποδείγματα συλλαμβανόμενα ἐν τῷ νῷ, Λογγῖν. 14. 1. - Ἐντεῦθεν ἀνειδωλοποιία, ἡ, Κλήμ. Ἀλ. 627· καὶ ἀνειδωλοποίησις, εως, ἡ, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 189.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
représenter, figurer;
Moy. ἀνειδωλοποιέομαι-οῦμαι se représenter, se figurer.
Étymologie: ἀνά, εἰδωλοποιέω.

Spanish (DGE)

1 concebir, imaginar τὰ μὴ ὄντα ὡς ὄντα Ph.2.59, ὅλον τὸν κόσμον S.E.P.3.155, ἀνειδωλοποιουμένης ψυχῆς τὸ συμφέρον αὐτῇ al imaginar el alma lo que le conviene, Placit.5.2.3, τὰ ἀνειδωλοποιούμενα μέτρα esquemas concebidos por la mente Longin.14.2
abs. ὥσπερ οἱ ποιηταὶ πολλάκις ἀνειδωλοποιοῦντες λέγουσιν como muchas veces dicen los poetas como ficción literaria Plu.2.1113a, cf. POxy.3219.fr.2.1.11 (II d.C.).
2 hacer objeto de veneración τι τῶν μὴ ὄντων Clem.Al.Strom.6.16.146, τὰς ἀράς Sch.A.Ch.406, νεκρῶν ... εἰκόνας Eus.DE 8 proem.

Russian (Dvoretsky)

ἀνειδωλοποιέω: тж. med. воображать, представлять (себе) Plut., Sext.