ἀνείκαστος
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
ον,
A unattainable by conjecture, immense, βοή LXX3 Ma. 1.28; πλῆθος Ps.-Callisth.3.20; incomparable, στρατιώτης Polem. Call.50; f.l. for ἀνήκεστος, D.8.46. II incapable of artistic representation, D.Chr.12.59.
German (Pape)
[Seite 220] nicht bildlich darzustellen, Sp., ὕβρις D. Hal. 4, 66, jede Vorstellung überbietend, v. l. ἀνήκεστος; auch = nicht zu errathen, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνείκαστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ εἰκάσῃ ἢ εἴπῃ δι’ εἰκασίας, ἄπειρος, Ἐκκλ. - «ὁ εἰκασμῷ τινι μὴ ὑποβαλλόμενος» Σουΐδ.
Spanish (DGE)
-ον
1 inmenso, βοή LXX 3Ma.1.28, πλῆθος Ps.Callisth.3.205Γ, de Cristo ἀ. ἡ κατὰ τὸ ἀνθρώπινον τοῦ Κυρίου ὑπεροχή Procop.Gaz.M.87.1872B
•extraordinario, sin igual κύριος Hermapio 1, στρατιώτης Polem.Call.50.
2 que no se puede representar τὸ ἕν Gr.Naz.M.36.44A
•subst. τὸ ἀ. καὶ ἀφανές D.Chr.12.59.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνείκαστος, -ον)
εικάζω
νεοελλ.
1. ανεπάντεχος
2. ανεξιχνίαστος
αρχ.
1. αυτός που ξεπερνά κάθε εικασία, υπερβολικός
2. ακατάληπτος, ακαταμέτρητος.