ἀργυρόρρυτος
From LSJ
English (LSJ)
ον, (ῥέω)
A beside a silver stream, ὄχθαι Ἕβρου E.HF386 (lyr.).
Spanish (DGE)
(ἀργῠρόρρυτος) -ον bañado por una corriente de plata ὄχθαι E.HF 386.
Greek Monolingual
ἀργυρόρρυτος, -ον (Α)
(για όχθη ποταμού) αυτός που βρίσκεται πλάι στο ασημένιο ρεύμα του ποταμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + ρυτός < ρέω].