ἄσκηπτος
From LSJ
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
English (LSJ)
ον,
A that cannot be feigned, μανία Ph.2.522.
Spanish (DGE)
-ον
1 no fingido, διήγησις Pall.V.Chrys.16p.98.
2 que no puede disimularse μανία Ph.2.522.
Greek Monolingual
ἄσκηπτος, -ον (AM) σκήπτομαι
ο απροσποίητος, ο ειλικρινής.