ἐγκαταμένω
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
English (LSJ)
A remain in, Thphr.HP1.3.4, Hld.1.33, etc.; continue the use of, τισί Antyll. ap. Aët.9.42.
German (Pape)
[Seite 705] (s. μένω), darin bleiben, Theophr. u. Sp., wie Heliod.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαταμένω: μένω ἐντός, Θεόφρ. Ἱστ. Φ. 1. 3, 4, κτλ.
Spanish (DGE)
1 sent. espacial permanecer en τά τε λαχανώδη πάντα ἢ τὰ πλεῖστα, ὅταν ἐγκαταμείνῃ todas o la mayor parte de las hortalizas, cuando permanecen en el sitio Thphr.HP 1.3.4, c. dat. τῇ νήσῳ Hld.1.33.4, cf. 2.12.3, τῷ λόφῳ Hld.5.33.1
•fig. permanecer en la mente αἱ τῆς πολυθέου δόξης ἐγκαταμενοῦσιν ἀπάται Ph.2.442.
2 sent. temp. persistir οὐκ ἐγκατέμεινα τοῖς ὀλισθηροῖς (φαρμάκοις) Antyll. en Aët.9.42.