ἐπιλυτικός
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
English (LSJ)
ή, όν,
A good at solving difficulties, [γραμματικοὶ] οἱ ἐ. καλούμενοι Suid.s.v.Σωσίβιος, cf.Gal.Subf.Emp.12.
German (Pape)
[Seite 959] ή, όν, auflösend, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλῠτικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς λύσιν δυσκολιῶν, «γραμματικὸς ἦν τῶν ἐπιλυτικῶν καλουμένων» Σουΐδ. ἐν λ. Σωσίβιος.
Greek Monolingual
ἐπιλυτικός, -ή, -όν (Μ)
κατάλληλος για επίλυση, για λύση δυσκολιών.