Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Full diacritics: ἰδῐότοπος | Medium diacritics: ἰδιότοπος | Low diacritics: ιδιότοπος | Capitals: ΙΔΙΟΤΟΠΟΣ |
Transliteration A: idiótopos | Transliteration B: idiotopos | Transliteration C: idiotopos | Beta Code: i)dio/topos |
ον,
A of their own district, βασιλεῖς cj. in Peripl.M.Rubr.47.
ἰδιότοπος, -ον (Α)
αυτός που έχει δικό του τόπο («ἰδιότοποι βασιλεῑς» — οι βασιλείς που βασιλεύουν σε ξεχωριστή ο καθένας χώρα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -τοπος (< τόπος), πρβλ. ά-τοπος].