ἰδιότοπος

From LSJ
Revision as of 14:33, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδῐότοπος Medium diacritics: ἰδιότοπος Low diacritics: ιδιότοπος Capitals: ΙΔΙΟΤΟΠΟΣ
Transliteration A: idiótopos Transliteration B: idiotopos Transliteration C: idiotopos Beta Code: i)dio/topos

English (LSJ)

ον,

   A of their own district, βασιλεῖς cj. in Peripl.M.Rubr.47.

Greek Monolingual

ἰδιότοπος, -ον (Α)
αυτός που έχει δικό του τόπο («ἰδιότοποι βασιλεῑς» — οι βασιλείς που βασιλεύουν σε ξεχωριστή ο καθένας χώρα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -τοπος (< τόπος), πρβλ. ά-τοπος].