φιλόδυρμος
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ον,
A fond of lamentation, v. l. for sq. in Poll.6.202.
German (Pape)
[Seite 1279] ον, das Wehklagen liebend, Poll.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόδυρμος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς ὀδυρμούς, τοὺς θρήνους, Πολυδ. Ϛ΄, 202.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που του αρέσουν οι οδυρμοί, οι θρήνοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ὀδυρμός.