ἀνάχωσμα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό,
A silted mound, Sch.Ar.Eq.527.
German (Pape)
[Seite 215] = ἀνάχωμα, ποταμῶν, die von den Flüssen abgesetzte, aufgehäufte Erde, Schol. Ar. Equ. 525.
Spanish (DGE)
-ματος, τό aluvión Sch.Ar.Eq.527.
Greek Monolingual
το (Α ἀνάχωσμα)
συσσώρευση χώματος, μικρός σωρός από την ιλύ ποταμού.