ἀνθρωπόμιμος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον,
A imitating men, Ps.Plu.Flun.14.3.
German (Pape)
[Seite 234] Menschen nachahmend, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωπόμῑμος: -ον, ὁ μιμούμενος ἀνθρώπους, Ψευδο-Πλουτ. Περὶ ποταμ. 1157Α.
Spanish (DGE)
-ον
1 de forma humana λίθοι Thrasyll.Mend.2
•que imita a los hombres πίθηκοι Ign.Eph.p.237.
2 adv. -ως como un hombre Ctesipho 4.
Greek Monolingual
ἀνθρωπομίμος, -ον (Α)
αυτός που μιμείται τον άνθρωπο, που έχει τη μορφή ανθρώπου.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθρωπόμῑμος: подражающий людям, похожий на людей (λίθοι Plut.).