ἀνόφθαλμος
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
English (LSJ)
ον,
A without eyes, Tz.H.3.219.
German (Pape)
[Seite 242] augenlos, Tzetz.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνόφθαλμος: -ον, ὁ στερούμενος ὀφθαλμῶν, ἀόμματος, Τζέτζ. Ἱστ. 3. 219.
Spanish (DGE)
-ον que no tiene ojos Tz.H.3.222.
Greek Monolingual
ο (Μ ἀνόφθαλμος, -ον)
νεοελλ.
ως ουσ. ονομασία μικρών κολεό πτερων που ζουν σε σκοτεινούς τόπους
μσν.
ο χωρίς οφθαλμούς.