ἀπαμπλακεῖν

Revision as of 15:02, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

inf. of aor. ἀπήμπλακον (no pres. in use),

   A = ἀφαμαρτεῖν, fail utterly, S.Tr.1139.

German (Pape)

[Seite 277] nur aor. ἀπήμπλακον, verfehlen, fehlen, Soph. Tr. 1129.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπᾰμπλακεῖν: ἀπαρ. τοῦ ἀορ. ἀπήμπλακον (ἄνευ εὐχρήστου ἐνεστῶτος), = ἀφαμαρτεῖν, ὁλοσχερῶς ἀποτυχεῖν, Σοφ. Τρ. 1139. (Ἕτεροι προτιμῶσι τὸν ἄνευ τοῦ μ τύπον, ἀπαπλ-)· πρβλ. Ἐλμσλ. ἐν Μηδ. 115.

Spanish (DGE)

(ἀπαμπλᾰκεῖν)
sólo aor. equivocarse στέργημα γὰρ δοκοῦσα προσβαλεῖν σέθεν ἀπήμπλαχ' creyendo darte un filtro de amor, se equivocó S.Tr.1139.

Greek Monotonic

ἀπαμπλακεῖν: απαρ. (χωρίς ενεστ. σε χρήση) ἀφαμαρτεῖν, αόρ. βʹ του ἁμαρτάνω, αποτυγχάνω ολοσχερώς, σε Σοφ.

Middle Liddell

= ἀφαμαρτεῖν (aor2 of ἁμαρτάνω)] [aor2 with no pres. in use]
to fail utterly, Soph.