ἀπαράτρεπτος

Revision as of 15:03, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A not turned, of clothes, Phryn.PS p.52 B.    II of laws, not to be perverted, Plu.2.745d; of persons, Poll.8.10. Adv. -τως M.Ant.1.16.1.

German (Pape)

[Seite 280] ungewandt, ἱμάτια B. A. p. 29, καινά; übertr., δικαστής, unerbittlich, Poll. 8, 10; adv. unabwendbar, M. Anton. 1, 16; neben ἀπαράβατος Plut. Symp. 9, 14, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαράτρεπτος: ἀγύριστος, ἐπὶ ἱματίων «ἀπαράτρεπτα ἱμάτια τὰ καινὰ καὶ πρὶν ἢ γναφῆναι ἱμάτια» Α. Β. 29. 18. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, ἄκαμπτος, ἀδυσώπητος, ἀμετάβλητος, τὸ βέλτιστον ἀπαράτρεπτον καὶ ἀπαράβατον, Πλούτ. 2. 745D· αὐστηρῶς δίκαιος, δικαστὴς Πολυδ. Η΄, 10. ― Ἐπίρρ. -τως Μ. Ἀντων. 1. 16.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no vuelto ἀ. ἱμάτια ropa a la que todavía no se le ha dado la vuelta, nueva Phryn.PS 52.
2 no torcido, no distorsionado de la verdad, Eun.Cyz.Apol.6 M.30.840C.
II 1que no puede ser desviado, inflexible del tiempo, Dion.Alex. en Eus.PE 14.25.
2 de pers. o del carácter humano que no puede ser desviado o torcido, incorruptible, imparcial τὸ τοῦ θεοῦ ἀγαθόν Disp.Phot.M.88.565A, cf. Poll.8.10
subst. τὸ ἀ. incorruptibilidad Gr.Nyss.Hom.in Cant.253.1.
III adv. -ως sin desviarse, con imparcialidad τὸ ἀ. εἰς τοῦ κατ' ἀξίαν ἀπονεμητικὸν ἑκάστῳ M.Ant.1.16.1.

Greek Monolingual

ἀπαράτρεπτος, -ον (Α)
(για νόμους) αυτός που δεν επιδέχεται μετατροπή, αμετάβλητος, αναλλοίωτος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαράτρεπτος: непреклонный Plut.