ἀσυκοφάντητος

From LSJ
Revision as of 15:05, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσῡκοφάντητος Medium diacritics: ἀσυκοφάντητος Low diacritics: ασυκοφάντητος Capitals: ΑΣΥΚΟΦΑΝΤΗΤΟΣ
Transliteration A: asykophántētos Transliteration B: asykophantētos Transliteration C: asykofantitos Beta Code: a)sukofa/nthtos

English (LSJ)

ον,

   A not plagued by informers, Aeschin.3.216, Plu. 2.756d; ἑορτή OGI383.157 (Commagene, i B. C.); πενία ἀ. κτῆμα Secund.Sent.10; free from misrepresentation, Onos.Praef.10.    II unexceptionable, BGU1059.8 (Aug.), Luc.Hist.Conscr.59, Salt.81.    III Adv. -τως without quibbling, Phld.Rh.1.8 S., Plu.2.529d.

German (Pape)

[Seite 379] nicht von Sykophanten angeklagt, nicht verleumdet, Aeschin. 3, 216 Luc. Salt. 81 Plut. adv. vit. pud. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσῡκοφάντητος: -ον, ὁ μὴ ἐνοχλούμενος ὑπὸ συκοφαντῶν, ὁ μὴ συκοφαντηθείς, διαβληθείς, Αἰσχίν. 84. 44, Πλούτ. 2. 756D, Λουκ. περὶ Ὀρχ. 81. - Ἐπίρρ. -τως Πλούτ. 2. 529D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non dénoncé, non calomnié ; irréprochable.
Étymologie: ἀ, συκοφαντέω.

Spanish (DGE)

-ον
I libre de denuncias o críticas τόπος Aeschin.3.216
de abstr. ἑορτή IGLS 1.157 (Comagene I a.C.), πίστις Onas.proem.10, de la pobreza ἀσυκοφάντητον κτῆμα Secund.Sent.17, cf. I.BI 1.522, Porph.Abst.4.7
de pers. τούτου δὲ γενομένου ἔσομαι ἀ. SB 11968.20 (II a.C.), οὐδέν' ἀσυκοφάντητον οὐδ' ἀβασάνιστον ἀπολείψεις Plu.2.756d, ἀνήρ SB 9740.17 (II d.C.), PSI 921.30 (II d.C.), cf. BGU 1059.8 (I d.C.), Luc.Hist.Cons.59.
II adv. -ως
1 de manera simplista λαμβάνειν ἀ. Phld.Rh.1.17Aur.
2 sin ambigüedad Plu.2.529d
sin intrigas o delaciones ἐπὶ τῶν ἀ. τὰ πράγματα ἐπιτελούντων Plu.Prou.80.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσυκοφάντητος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να συκοφαντηθεί
αρχ.
εκείνος που δεν μπορεί να εξαιρεθεί.

Greek Monotonic

ἀσῡκοφάντητος: -ον (συκοφαντέω), αυτός που δεν ενοχλείται από συκοφαντίες, μη διαβαλλόμενος, σε Αισχίν., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσῡκοφάντητος: не оклеветанный, не затронутый клеветой Aeschin., Plut., Luc.

Middle Liddell

συκοφαντέω
not plagued by informers, not calumniated, Aeschin., Luc.