ἐγκράτησις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ,
A holding in the breath, D.L.6.77.
German (Pape)
[Seite 710] ἡ, das Anhalten, Zurückhalten, z. B. des Athems, D. L. 6, 77.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκράτησις: -εως, ἡ, ἡ κράτησις τῆς ἀναπνοῆς, Διογ. Λ. 6. 77.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκράτησις: εως (ᾰ) ἡ задержание, задержка (τοῦ πνεύματος Diog. L.).