ἐξισάζω
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.
English (LSJ)
A make equal, τοῖς ἐνθυμήμασι τὴν λέξιν Steph.in Hp.1.57 D.; σεαυτὸν τῷ θεῷ Corp.Herm.11.20, cf. Sch.Il.13.745:—Med., make oneself equal, LXXSi.35(32).9(13).—Pass., to be equal, τῇ Ἰνδικῇ Str.2.1.31. II Act. intr., to be equal, Id.17.3.1, Hermog.Stat.1, Olymp. in Mete.158.15. 2 to be coextensive, Ascl.in Metaph.381.31, Procl.in Prm.p.857S., Dam.Pr.144; ταῦτα ἀλλήλοις ἐξισάζει Procl.in R.1.29K.
German (Pape)
[Seite 883] gleich sein, Sp.; – gleich machen, Schol. Il. 13, 745; – im pass., Strab. II p. 84.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξῐσάζω: κάμνω τι ἴσον, ἰσάζω, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 745. - Μέσ., κάμνω ἐμαυτὸν ἴσον, ἐν μέσῳ μεγιστάνων μὴ ἐξισάζου Ἑβδ. (Σειρ. ΑΕ΄ (ΛΒ΄) 9): - Παθ., εἶμαι ἴσος, τινὶ Στράβ. 84.
Greek Monolingual
ἐξισάζω (AM)
1. ισιώνω
2. μέσ. θεωρώ τον εαυτό μου ίσο με κάποιον
μσν.
φέρνω ισορροπία
αρχ.
1. είμαι ίσος
2. παθ. ἐξισάζομαι
κρίνομαι, είμαι ίσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ισάζω «εξισώ» (< ίσος)].