ἐξιδιάζομαι
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
Med.,
A appropriate to oneself, Diph.42, SIG1106.46 (Cos), Klio 16.163 (Delph.), Sammelb.4638.10, D.S.1.23, etc. 2 win over, Plb.8.25.7, al. 3 receive for one's own use, παρά τινος PRein.14.18 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 881] sich zueignen, anmaßen, nach Phryn. schlechter als ἐξιδιόομαι, aber aus Diphil. angeführt B. A. 96; D. Sic. 1, 23; Pol. 3, 24 u. a. Sp., s. Lob. zu Phryn. p. 199.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξῐδῐάζομαι: Μέσ., ἰδιοποιοῦμαι, οἰκειοποιοῦμαι, νοσφίζομαι, Δίφιλος ἐν «Ἐπιτροπεῖ», 1, Διόδ. 23, κτλ. ἴδε Φρύν. 199 καὶ σημ. Λοβεκκίου ἐν τόπῳ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξῐδιάζομαι: Polyb., Diod. = ἐξιδιόομαι.