ὑποστρόγγυλος
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
English (LSJ)
ον,
A somewhat round, Thphr.HP8.8.5, Dsc.3.4, al., Apollod.Poliorc.178.1.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποστρόγγῠλος: -ον, ὀλίγον ἢ κάπως στρογγύλος, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 8. 8, 5, Διοσκ. 3, 121., 3, 110:, 3. 4, κλπ.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑποστρόγγυλος, -ον, ΝΜΑ στρογγυλός
κάπως στρογγυλός.