ὕσκλος

From LSJ
Revision as of 15:22, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕσκλος Medium diacritics: ὕσκλος Low diacritics: ύσκλος Capitals: ΥΣΚΛΟΣ
Transliteration A: hýsklos Transliteration B: hysklos Transliteration C: ysklos Beta Code: u(/sklos

English (LSJ)

ὁ,

   A the latchet or eyelets of a sandal, ὕσκλοι· ἀγκύλαι, βρόχοι, οὓς ἡμεῖς ὕσκλους τῶν ὑποδημάτων καὶ τὰς λέγνας τῶν ἱματίων, Hsch.; ὕσκλοι· ἀγκύλοι, Theognost.Can.24; written ὕσχλος in Poll.7.80; τὸ ὕσχλος δασύνεται, ἔστι δὲ τῶν ὑποδημάτων, ὅθεν οἱ ἱμάντες ἐξάπτονται πρὸς τὸ συνέχειν τὸν πόδα, Phryn.PS p.25 B . . hence ἕπτυσχλος, ἐννήϋσκλοι.

Greek (Liddell-Scott)

ὕσκλος: ὁ, ἡ ἄκρα (corrigiae ansulae) σανδαλίου ὅπου ἦσαν αἱ «θηλειαὶ» δι’ ὧν διήρχοντο οἱ ἱμάντες οἱ δένοντες τὸ ὑπόδημα εἰς τὸν πόδα, Θεογνώστ. Κανόν. ἐν Ὀξ. Ἀνεκδ. τ. 2. 24, 6· φέρεται καὶ ὕσχλος παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 80· ἐντεῦθεν ἕπτυσκλος, ἐννέϋσκλος· καὶ ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 34.

Frisk Etymology German

ὕσκλος: ὕσχλος
{húsklos}
Grammar: m.
Meaning: ‘Vorrichtung (ἀγκύλη, βρόχος) an der Sandale, in der die Riemen befestigt wurden’ (Phryn. PS, Poll., H., Theognost.); ἐννήῢσκλοι· ὑποδήματα Λακωνικῶν ἐφήβων H., ἕπτυσχλοι· ἀνδρεῖον ὑπόδημα H. (Hermipp. 67).
Etymology : Fremdwort unbekannter Herkunft.
Page 2,974