Ἀμφικτυονικός

From LSJ
Revision as of 15:35, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἀμφικτυονικός Medium diacritics: Ἀμφικτυονικός Low diacritics: Αμφικτυονικός Capitals: ΑΜΦΙΚΤΥΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: Amphiktyonikós Transliteration B: Amphiktyonikos Transliteration C: Amfiktyonikos Beta Code: *)amfiktuoniko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A belonging to the Amphictyons or their League, Ἀ. δίκαι trials in their court, D.18.322: ἱερά offerings made at their meeting, Lexap.eund. 23.37; πόλεμος D.18.143; τὰ χρήματα τὰ Ἀ. IG2.545.6; Ἀ. ἔγκλημα IG12(5).526.4 (Ceos, iii B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

Ἀμφικτυονικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τοὺς Ἀμφικτύονας ἢ εἰς τὸν σύνδεσμον αὐτῶν, Ἀμφ. δίκαι, αἱ ἐν τῷ συνεδρίῳ αὐτῶν δίκαι, Δημ. 331. 29· ἱερὰ Ἀμφ., προσφοραὶ ἢ θυσίαι γινόμεναι κατὰ τὴν σύνοδον τῶν Ἀμφικτυόνων, Νόμ. παρὰ Δημοσθ. 632. 1· πόλεμος Ἀμφ. Δημ. 275. 20· τὰ χρήματα τὰ Ἀμφ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 7, πρβλ. 26· Ἀμφ. ἔγκλημα 2350. 4.

French (Bailly abrégé)

v. Ἀμφικτιονικός.

Greek Monotonic

Ἀμφικτυονικός: -ή, -όν, Αμφικτυονικός, αυτός που ανήκει στους Αμφικτύονες, σε Δημ.

Middle Liddell

Amphictyonic, of the Amphictyons, Dem.