ἐννεάμυκλος

From LSJ
Revision as of 15:35, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐννεάμυκλος Medium diacritics: ἐννεάμυκλος Low diacritics: εννεάμυκλος Capitals: ΕΝΝΕΑΜΥΚΛΟΣ
Transliteration A: enneámyklos Transliteration B: enneamyklos Transliteration C: enneamyklos Beta Code: e)nnea/muklos

English (LSJ)

ον, (μύκλος)

   A having nine stripes or folds, hence, nine years old, ὄνος Call.Fr.180, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 847] (s. μύκλα), ueunjährig, Antim. 77.

Greek (Liddell-Scott)

ἐννεάμυκλος: -ον, (ἴδε μύκλα) ἔχων ἐννέα ἐτῶν ἡλικίαν, Ἀντίμαχος 77, Καλλ. Ἀποσπ. 180, ἔνθα ἴδε σημ.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ᾰ-]
dud. de nueve marcas o repliegues, quizá por de muchos años y resabiado, o bien robusto Μάγνης ἐ. ὄνος Call.Fr.650 (= Antim.206 dud.), cf. Hsch.

Greek Monolingual

ἐννεάμυκλος, -ον (Α) μύκλος
1. (για γαϊδούρι) αυτός που έχει εννέα μύκλους, δηλ. ραβδώσεις, επομ. ο ηλικίας εννέα ετών («ἐννεάμυκλος ὄνος», Καλλίμ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ισχυρός».