ἐρανιστής

From LSJ
Revision as of 15:38, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρᾰνιστής Medium diacritics: ἐρανιστής Low diacritics: ερανιστής Capitals: ΕΡΑΝΙΣΤΗΣ
Transliteration A: eranistḗs Transliteration B: eranistēs Transliteration C: eranistis Beta Code: e)ranisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A member of or contributor to an ἔρανος 1, Pherecyd.11 J. (pl.); ἑστιᾶν ἐρανιστάς to give a club-dinner, Ar.Fr.408, Arist.EN1123a22 ; member of an ἔρανος III, IG22.1265 (pl.), 11(4).1223 (Delos, pl.), etc.

German (Pape)

[Seite 1017] ὁ, der Theilnehmer an einem ἔρανος, bes. an einem Schmause der Art, Ar. frg. 355; ἐρανιστὰς γαμικῶς ἑστιῶν Arist. Eth. 4, 2; = συνθιασῶται Ath. VIII, 362 e. Vgl. Inscr. 126.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρᾰνιστής: -οῦ, ὁ ὁ συνεισφέρων εἰς ἔρανον (σύλλογον ἐρανιστῶν), ἐστιᾶν ἐρανιστὰς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 356, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 20., 8. 9, 5, Ἀθήν. 362Ε: πρβλ. ἔρανος ΙΙ. - Καθ’ Ἁρποκρ.: «ἐρανιστὴς μέντοι κυρίως ἐστὶν ὁ τοῦ ἐράνου μετέχων καὶ τὴν φορὰν ἣν ἑκάστου μηνὸς ἔδει καταβάλλειν εἰσφέρων, τὸ δὲ ὄνομα παρὰ Λυσίᾳ ἐν τῷ πρὸς Ἀριστοκράτην περὶ ἐγγύης ἐράνου, εἰ γνήσιος».

Greek Monolingual

ο, θηλ. ερανίστρια (AM ἐρανιστής) ερανίζω
μσν.- νεοελλ.
ο συντάκτης και εκδότης ερανίσματος, ο συλλέκτης γνωμών, αποφθεγμάτων, χωρίων διαφόρων συγγραφέων
αρχ.
1. αυτός που συμμετέχει σε έρανο, που συνεισφέρει για να γίνει κοινό συμπόσιο
2. μέλος συλλόγων που διοργανώνει εράνους σε ορισμένες θρησκευτικές γιορτές.

Russian (Dvoretsky)

ἐρᾰνιστής: οῦ ὁ участник складчины Arph., Arst.