ὀλιγοχρήματος

From LSJ
Revision as of 15:44, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγοχρήμᾰτος Medium diacritics: ὀλιγοχρήματος Low diacritics: ολιγοχρήματος Capitals: ΟΛΙΓΟΧΡΗΜΑΤΟΣ
Transliteration A: oligochrḗmatos Transliteration B: oligochrēmatos Transliteration C: oligochrimatos Beta Code: o)ligoxrh/matos

English (LSJ)

ον,

   A of or with little money, παρακαταθήκη Ph.1.287, al.

German (Pape)

[Seite 322] von wenigem Vermögen, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγοχρήμᾰτος: -ον, ὁ συνιστάμενος ἐξ ὀλίγων χρημάτων, ὀλιγοχρήματος παρακαταθήκη Φίλων τ. 1, σ. 341, 31.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀλιγοχρήματος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που απαιτεί δαπάνη λίγων χρημάτων, οδιγοδάπανος
αρχ.
αυτός που αποτελείται από λίγα χρήματα («ὀλιγοχρημάτου παρακαταθήκης», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ό)- (βλ. λ. λιγο-) + χρῆμα, -ατος].