ὀρεκτέος
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
α, ον,
A to be desired, Stoic.3.22.
Greek Monolingual
ὀρεκτέος, -α, -ον (Α) ορεκτός
1. επιθυμητός
2. (το ουδ.) ὀρεκτέον
πρέπει να προσφέρει κανείς.