ὑπογλυκαίνω

From LSJ
Revision as of 15:46, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 517
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπογλῠκαίνω Medium diacritics: ὑπογλυκαίνω Low diacritics: υπογλυκαίνω Capitals: ΥΠΟΓΛΥΚΑΙΝΩ
Transliteration A: hypoglykaínō Transliteration B: hypoglykainō Transliteration C: ypoglykaino Beta Code: u(poglukai/nw

English (LSJ)

   A sweeten a little: metaph., coax and smooth down, δῆμον ῥηματίοις Ar.Eq.216.

German (Pape)

[Seite 1212] ein wenig versüßen, übertr., ein wenig mit süßen Worten schmeicheln od. etwas freundlich stimmen, ῥηματίοις μαγειρικοῖς, Ar. Equit. 216.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπογλῠκαίνω: γλυκαίνω ὀλίγον τι· μεταφ., θωπεύω καὶ καταπραΰνω, ὑπογλυκαίνειν ῥηματίοις μαγειρικοῖς, Ἀριστοφάνους Ἱππ. 216.

French (Bailly abrégé)

adoucir un peu, fig. amadouer ou cajoler.
Étymologie: ὑπό, γλυκαίνω.

Greek Monolingual

Α
1. γλυκαίνω λιγάκι
2. μτφ. καλοπιάνω με κολακείες («δῆμον ὑπογλυκαίνειν ῥηματίοις μαγειρικοῑς», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

ὑπογλῠκαίνω: γλυκαίνω λίγο· μεταφ., καλοπιάνω και καταπραΰνω, τινά, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπογλῠκαίνω: услаждать, ублажать (τινὰ ῥηματίοις μαγειρικοῖς Arph.).

Middle Liddell


to sweeten a little: metaph. to coax and smooth down, τινά Ar.