καλαθοπλόκος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A basket-weaver, P.cit.adPFlor.13.9.
Greek Monolingual
καλαθοπλόκος (Α)
καλαθοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαθος + -πλόκος (< πλέκω), πρβλ. στεφανο-πλόκος, σχοινο-πλόκος.
Full diacritics: κᾰλᾰθοπλόκος | Medium diacritics: καλαθοπλόκος | Low diacritics: καλαθοπλόκος | Capitals: ΚΑΛΑΘΟΠΛΟΚΟΣ |
Transliteration A: kalathoplókos | Transliteration B: kalathoplokos | Transliteration C: kalathoplokos | Beta Code: kalaqoplo/kos |
ὁ,
A basket-weaver, P.cit.adPFlor.13.9.
καλαθοπλόκος (Α)
καλαθοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαθος + -πλόκος (< πλέκω), πρβλ. στεφανο-πλόκος, σχοινο-πλόκος.