θυρσόλογχος

From LSJ
Revision as of 15:53, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυρσόλογχος Medium diacritics: θυρσόλογχος Low diacritics: θυρσόλογχος Capitals: ΘΥΡΣΟΛΟΓΧΟΣ
Transliteration A: thyrsólonchos Transliteration B: thyrsolonchos Transliteration C: thyrsologchos Beta Code: qurso/logxos

English (LSJ)

ὁ,

   A thyrsus-lance, Callix. 2.    II as Adj., θ. ὅπλα thyrsus-like arms, Str.1.2.8.

German (Pape)

[Seite 1227] ὁ, Thyrsuslanze, eine mit Epheu u. Weinlaub umwundene Lanze, Callixen. bei Ath. V, 200 d. – Adj., ὅπλα θυρσόλογχα θεῶν Strab. I, 19.

Greek (Liddell-Scott)

θυρσόλογχος: ἡ, λόγχη ἐκ θύρσου, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 200D. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., θ. ὅπλα, ὅμοια πρὸς θύρσον, Στράβ. 19.

Greek Monolingual

θυρσόλογχος, -ον (Α)
1. όμοιος με θύρσο («θυρσόλογχα ὅπλα» — όπλα όμοια με θύρσο, Στράβ.)
2. το αρσ. ως ουσ.θυρσόλογχος
λόγχη δεμένη σε θύρσο ή λόγχη από θύρσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + -λογχος (< λόγχη) πρβλ. επτά-λογχος, χρυσό-λογχος].