κισσηρεφής
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
English (LSJ)
ές, (ἐρέφω)
A ivy-clad, Call.Epigr.in Berl.Sitzb.1912.548, Philostr.Dial.2, prob. for κισσηφερής in Suid.
German (Pape)
[Seite 1442] ές, mit Epheu bedeckt, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
κισσηρεφής: -ές, (ἐρέφω) κισσῷ ἐστεγασμένος, Σουΐδ., κατὰ Schneid, ἀντὶ κισσηφερής.
Greek Monolingual
-ές (Α κισσηρεφής, -ές)
ο καλυμμένος με κισσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -ηρεφής (< ἐρέφω «καλύπτω»), πρβλ. νυκτ-ηρεφής, πετρ-ηρεφής. Το -η- λόγω του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].