κιρρίς
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ίδος, ἡ, a
A sea-fish, = κηρίς, prob. a species of wrasse, Opp. H.1.129, 3.187. 2 species of ἱέραξ, EM515.15. 3 = λύχνος (Lacon.), ib.17. 4 = Ἄδωνις (Cypr.), ib.16. (Hsch. has κίρις in senses 2-4.)
Greek (Liddell-Scott)
κιρρίς: -ίδος, ἡ, θαλάσσιός τις ἰχθύς, ἀλλαχοῦ κηρίς, Ὁππ. Ἀλ. 1. 129., 3. 187.
Greek Monolingual
κιρρίς, -ίδος, ἡ (Α) κιρρός
1. είδος θαλάσσιου ψαριού, αλλ. κηρίς
2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν)
α) είδος γερακιού
β) (στους Λάκωνες) λύχνος.