μηλοβοσκός
From LSJ
μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years
English (LSJ)
όν,
A sheep-feeding, δώματα E.Hyps.Fr.5(3).24.
Greek Monolingual
μηλοβοσκός, -όν (Α)
αυτός που εκτρέφει πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + βοσκός (< βόσκω), πρβλ. χοιρο-βοσκός.