μεγαλωπός
English (LSJ)
όν,
A large-eyed, Opp.C.2.177.
German (Pape)
[Seite 108] großäugig, Opp. Cyn. 2, 177.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλωπός: -όν, (ὢψ) ὁ ἔχων μεγάλους ὀφθαλμούς, Ὀππ. Κυν. 2. 177.
Greek Monolingual
(I)
μεγαλωπός, -όν (Μ)
αρκετά μεγάλος μεγαλούτσικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγάλος + κατάλ. -ωπός].
(II)
μεγαλωπός, -όν (Α)
αυτός που έχει μεγάλα μάτια, μεγαλόφθαλμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -ωπός (< ὄψις), πρβλ. ευρ-ωπός].