πλέκτρα
From LSJ
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
English (LSJ)
τά,
A wicker-work, Michel832.47 (Samos, iv B. C.). II π., ἡ, prob. f.l. for ἐμπλέκτρια in Hsch. s.v. [[κομμώ<τ>ρια]].
Greek Monolingual
τὰ, Α
πλέγμα από ευλύγιστα κλαριά, καλάθι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλέκω + επίθημα -τρα (πρβλ. ψυκ-τρα)].