πολυαύχην
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
ενος, ὁ, ἡ,
A full-necked, κύνες Gp.19.2.2.
Greek Monolingual
-ένος, ὁ, ἡ, ΜΑ
πολυαύχενος
μσν.
αυτός που έχει πολύ ευτραφή αυχένα, χοντρό σβέρκο («ἐγκρίνουσι δὲ καὶ τοὺς μέγα τὸ χάσμα ἔχοντας, ὁμοίως δὲ καὶ τοὺς πολυαύχενας καὶ τοὺς πολυτραχήλους», Γεωπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + αὐχήν, -ένος (πρβλ. ερι-αύχην, μακρ-αύχην)].