φαλιόπους

From LSJ
Revision as of 16:00, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰλιόπους Medium diacritics: φαλιόπους Low diacritics: φαλιόπους Capitals: ΦΑΛΙΟΠΟΥΣ
Transliteration A: phaliópous Transliteration B: phaliopous Transliteration C: faliopous Beta Code: falio/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, neut. πουν, gen. ποδος,

   A white-footed, Id.

German (Pape)

[Seite 1253] ουν, gen. ποδος, weißfüßig, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰλιόπους: ὁ, ἡ, οὐδέτ. -πουν, ὁ λευκὸν ἔχων πόδα, λευκόπους, «φαλιόπουν. λευκόπουν. φαλιοὶ ταῦροι· λευκομέτωποι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ουν, Α
(κατά τον Ησύχ.) «φαλιόπουν, λευκόπουν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαλιός «λευκός» + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. λευκό-πους].