ἀρσενόθυμος

From LSJ
Revision as of 16:04, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρσενόθῡμος Medium diacritics: ἀρσενόθυμος Low diacritics: αρσενόθυμος Capitals: ΑΡΣΕΝΟΘΥΜΟΣ
Transliteration A: arsenóthymos Transliteration B: arsenothymos Transliteration C: arsenothymos Beta Code: a)rseno/qumos

English (LSJ)

ον,

   A man-minded, Procl.H.7.3, Nonn.D.34.352.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρσενόθῡμος: -ον, ὁ ἀνδρικὴν ψυχὴν ἢ διάθεσιν ἔχων, Πρόκλ. Ὕμν. εἰς Παλλάδ. 3, Δ. 34. 552.

Spanish (DGE)

-ον
de mente o corazón viril ref. a Atenea, Procl.H.7.3, ἀνάγκη Nonn.D.34.352.

Greek Monolingual

ἀρσενόθυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει ανδρικό φρόνημα, που σκέφτεται αντρίκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρσην, -ενος + -θυμος < θυμός (πρβλ. δακέθυμος, εχέθυμος)].