ἐπίρριμμα

From LSJ
Revision as of 16:05, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίρριμμα Medium diacritics: ἐπίρριμμα Low diacritics: επίρριμμα Capitals: ΕΠΙΡΡΙΜΜΑ
Transliteration A: epírrimma Transliteration B: epirrimma Transliteration C: epirrimma Beta Code: e)pi/rrimma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A winding-sheet, dub. in Lyd.Mag.3.60.    b. slave's outer garment, dub. cj. in Poll.4.119 (v. ἐπίρραμμα).    2. (ἐπιρρίπτω 1.2) poultice, Alex.Trall.8.2 (ἐπιρρίματα codd.), Febr.2 (ἐπιρρήματος codd.).

Greek Monolingual

ἐπίρριμμα, τὸ (Α) επιρρίπτω
1. αυτό που ρίχνεται πάνω σε κάτι για να το καλύψει
2. κατάπλασμα
3. το εξωτερικό ένδυμα δούλου (αμφίβολη ερμην.
διαφορετική γραφή: ἐπίρραμμα).