τριχώδης

From LSJ
Revision as of 16:22, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐχώδης Medium diacritics: τριχώδης Low diacritics: τριχώδης Capitals: ΤΡΙΧΩΔΗΣ
Transliteration A: trichṓdēs Transliteration B: trichōdēs Transliteration C: trichodis Beta Code: trixw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like hair, like a hair, Arist.HA620b17, PA691a7, al., Thphr.HP4.9.2, 6.2.8.    2 metaph., φωνία τ. notes fine as hairs, Arist.Aud.803b24.    3 mixed with hair, πηλός Hp.Morb.3.17.    4 τριχώδη· ὄργανα πολιορκητικά, πρὸς χώρησιν (fort. ὀχύρωσιν) ἐπιτήδεια, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς τρίχα, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 21, π. Ζ. Μορ. 4. 11, 5, κ. ἀλλ. 2) μεταφορ., φωναὶ τρ., μικραὶ καὶ λεπταὶ φωναί, ὁ αὐτ. π. Ἀκουστ. 57.

Greek Monolingual

-ες / τριχώδης, -ῶδες, ΝΑ θρίξ, τριχός]
όμοιος με τρίχα, τριχοειδής
νεοελλ.
γεμάτος τρίχες, τριχωτός
αρχ.
1. αναμεμιγμένος με τρίχες
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) (τὰ) τριχώδη
(κατά τον Ησύχ.) «ὄργανα πολιορκητικὰ πρὸς χώρησιν [ή πιθανώς ὀχύρωσιν] ἐπιτήδεια»
3. φρ. «φωναὶ τριχώδεις»
μτφ. λεπτές φωνές.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριχώδης -ες [θρίξ] lijkend op haar, haarachtig.

Russian (Dvoretsky)

τρῐχώδης:
1) обросший волосами (πτερά Arst.);
2) похожий на волос, волосной (πόροι Arst.);
3) перен. тонкий как волос (φωνία Arst.).