διάχρισμα
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
English (LSJ)
ατος, τό,
A unguent, salve, Archig. ap. Aët.6.27. II preparation for smearing, pitching, πίθων Gp.6.9 tit.
Greek (Liddell-Scott)
διάχρισμα: τό, μύρον, βάλσαμον, Παῦλ. Αἰγ. σ. 185. 18, κτλ.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 medic. ungüento Archig. en Aët.6.27, Archig. en Gal.12.1001, Paul.Aeg.3.27.2, Hippiatr.Cant.11.15, diachrisma stomaticon Cass.Fel.35, c. gen. obj. ῥινῶν Archig. en Gal.12.541.
2 empegadura, embadurnamiento de recipientes para vino con pez περὶ τῶν διαχρισμάτων πίθων Gp.6.9.tít.
Greek Monolingual
διάχρισμα, το (Μ)
1. μύρο, βάλσαμο, αλοιφή
2. η προετοιμασία για την αλοιφή.