νυκτίγαμος
From LSJ
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
English (LSJ)
ον,
A wedding by night, secretly, Musae.7.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτίγᾰμος: -ον, ὁ διὰ νυκτὸς εἰς γάμον ἐρχόμενος, Μουσαῖ. 7.
Greek Monolingual
νυκτίγαμος, -ον (Α)
αυτός που έρχεται σε γάμο κατά τη διάρκεια της νύχτας, δηλ. κρυφά («Ἡροῡς νυκτιγάμου», Μουσαί.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + γάμος).