νυκτίγαμος

From LSJ
Revision as of 17:30, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐγᾰμος Medium diacritics: νυκτίγαμος Low diacritics: νυκτίγαμος Capitals: ΝΥΚΤΙΓΑΜΟΣ
Transliteration A: nyktígamos Transliteration B: nyktigamos Transliteration C: nyktigamos Beta Code: nukti/gamos

English (LSJ)

ον,

   A wedding by night, secretly, Musae.7.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτίγᾰμος: -ον, ὁ διὰ νυκτὸς εἰς γάμον ἐρχόμενος, Μουσαῖ. 7.

Greek Monolingual

νυκτίγαμος, -ον (Α)
αυτός που έρχεται σε γάμο κατά τη διάρκεια της νύχτας, δηλ. κρυφά («Ἡροῡς νυκτιγάμου», Μουσαί.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + γάμος).