ἐπαναγκάζω

Revision as of 17:55, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

   A compel by force, constrain, c. acc. et inf., A.Pr.671, Ar.Av.1083, PHib.1.34.3 (iii B.C.), etc.:—Pass., ἀροῦν ἐπαναγκασθείς Ar.Pl.525, etc.: freq. with inf. omitted, οὐδ' ἐπηνάγκαζε οὐδὲ εἷς (sc. αὐτοὺς προϊέναι) Hdt.8.130, cf. Ar.Pl.533, Th.5.31.

German (Pape)

[Seite 899] dazu nöthigen, Her. 8, 130; mit dem acc. u. inf., ἐπηνάγκαζέ νιν Διὸς χαλινὸς πρὸς βίαν πράσσειν τάδε Aesch. Prom. 674; Ar. Av. 1083; absolut, Her. 8, 130 u. Thuc. 5, 31, wie Andoc. 4, 17; ἑαυτὸν φίλον τινὶ γίγνεσθαι Plat. Prot. 345 e; Sp.; auch pass., ἀροῦν ἐπαναγκασθείς Ar. Plut. 525.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπᾰναγκάζω: μέλλ. -άσω, ἀναγκάζω, μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρ., ἀλλ’ ἐπηνάγκαζέ νιν Διὸς χαλινὸς πρὸς βίαν πράσσειν τάδε Αἰσχύλ. Πρ. 671, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1083, Πλ. 799· οὕτως ἐν τῷ Παθ., ἀροῦν ἐπαναγκασθεὶς αὐτόθι 525· - τὸ ἀπαρ. συχνάκις παραλείπεται, οὐδ, ἐπηνάγκαζε οὐδεὶς (ἐξυπ. αὐτοὺς προϊέναι) Ἡρόδ. 8. 130, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 533, Θουκ. 5. 31.

French (Bailly abrégé)

forcer, contraindre.
Étymologie: ἐπί, ἀναγκάζω.

Spanish

obligar

Greek Monolingual

ἐπαναγκάζω (Α)
αναγκάζω με τη βία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αναγκάζω (< ανάγκη)].

Greek Monotonic

ἐπᾰναγκάζω: μέλ. -άσω, αναγκάζω με τη βία, εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι, με απαρ., σε Αισχύλ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπᾰναγκάζω: заставлять силой, принуждать (τινὰ ποιεῖν τι Aesch., Her., Arph., Plat., Arst.; ἀροῦν ἐπαναγκασθεὶς καὶ σκάπτειν Arph.).

Middle Liddell

fut. άσω
to compel by force, constrain to do a thing, c. inf., Aesch., Ar.