μάδησις
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
[ᾰ], εως, ἡ, (μαδάω)
A loss of hair, becoming bald, τῆς κεφαλῆς Hp.Epid.3.4.
German (Pape)
[Seite 80] ἡ, das Verlieren, Ausgehen der Haare, Kahlwerden, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
μάδησις: ἡ, (μαδάω) πτῶσις τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς, φαλάκρωσις, τῆς κεφαλῆς Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1083· ἀλλὰ μάδισις τριχῶν, ὁ αὐτ. 1002C, ὅπερ καὶ διάφ. γραφ. ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 9, 9.