βαθύστομος

From LSJ
Revision as of 18:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3")

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰθύστομος Medium diacritics: βαθύστομος Low diacritics: βαθύστομος Capitals: ΒΑΘΥΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: bathýstomos Transliteration B: bathystomos Transliteration C: vathystomos Beta Code: baqu/stomos

English (LSJ)

ον,

   A deep-mouthed, deep, σπήλαια Str.16.2.20.    II cutting deep, βουπλήξ Q.S.1.337.

German (Pape)

[Seite 425] tiefmündig, mit tiefer Oeffnung, σπήλαια Strab.; – tiefschneidend, βουπλήξ Qu. Sm. 1, 337.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθύστομος: -ον, ὁ βαθὺ στόμα ἔχων, βαθύς, σπήλαια Στράβ. 756.

Spanish (DGE)

(βᾰθύστομος) -ον
1 de profunda boca σπήλαια Str.16.2.20.
2 que se hinca profundamente βουπλήξ Q.S.1.337.

Greek Monolingual

βαθύστομος, -ον (Α)
εκείνος που έχει βαθύ στόμιο ή άνοιγμα («βαθύστομα σπήλαια»).