ἀνθρωπορραίστης

From LSJ
Revision as of 18:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρωπορραίστης Medium diacritics: ἀνθρωπορραίστης Low diacritics: ανθρωπορραίστης Capitals: ΑΝΘΡΩΠΟΡΡΑΙΣΤΗΣ
Transliteration A: anthrōporraístēs Transliteration B: anthrōporraistēs Transliteration C: anthroporraistis Beta Code: a)nqrwporrai/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, (ῥαίω)

   A man-destroyer, Drawcansir, a comedy of Strattis.    II title of Dionysus at Tenedos, Ael.NA12.34.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωπορραίστης: -ου, ὁ, (ῥαίω) ὁ τοὺς ἀνθρώπους καταστρέφων, ὄνομα κωμῳδίας τοῦ Στράττιδος Meineke, Κωμ. Ἕλληνες 1. 224 (Ἀθήν. 127C).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ destructor de hombres epít. de Dioniso en Ténedos, Ael.NA 12.34, tít. de una comedia de Stratt., Sch.E.Or.279.

Greek Monolingual

ἀνθρωπορραίστης, ο (Α)
1. αυτός που συντρίβει, που καταστρέφει τους ανθρώπους
2. τίτλος του Διονύσου στην Τένεδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + -ραίστης < ραίω «θραύω, συντρίβω, καταστρέφω»].