πυλωνοφύλαξ
From LSJ
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
English (LSJ)
[φῠ], ᾰκος, ὁ,
A warder, gate-keeper, BGU14v2 (iii A.D.).
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
ο φύλακας πυλώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυλών, -ῶνος + φύλαξ.