κινητέος

Revision as of 08:55, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "; [[to be " to "; to [[be ")

English (LSJ)

α, ον,

   A to be moved or excited, Pl.Amat.134a; to be altered, Id.Lg.738d, Arist.Pol.1269a25.    II κινητέον, one must call into play, τὴν ζωγραφίαν Pl.R.373a.    2 one must excite, ὀργὴν ἢ ἔλεον S.E.M.2.11.

Greek (Liddell-Scott)

κῑνητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ κινέω, ὃν δεῖ κινεῖν, Πλάτ. Ἀτεραστ. 134A· ― μεταβλητέος, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8. 25. ΙΙ. κινητέον, πρέπει τις νὰ βάλῃ εἰς κίνησιν, νὰ παρουσιάσῃ, τὴν ζωγραφίαν Πλάτ. Πολ. 373A. 2) πρέπει τις νὰ μεταβάλῃ, οὐδὲν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 738D.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de κινέω.

Greek Monotonic

κῑνητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του κινέω,
I. αυτός που πρέπει να κινηθεί, σε Πλάτ.
II. κινητέον, αυτό που πρέπει κάποιος να βάλει σε κίνηση, στον ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κινητέος -α -ον, adj. verb. van κινέω, die in beweging gezet moet worden:; εἰ καὶ κινητέοι ( νόμοι ) als de wetten wel veranderd moeten worden Aristot. Pol. 1269a25; n. onpers. κινητέον er moet in beweging gezet worden, met acc.: τὴν ζωγραφίαν de schilderkunst moet erbij gehaald worden Plat. Resp. 373a.

Middle Liddell

κῑνητέος, η, ον verb. adj. of κινέω
I. to be moved, Plat.
II. κινητέον, one must call into play, Plat.