κινητέος
English (LSJ)
α, ον,
A to be moved or to be excited, Pl.Amat.134a; to be altered, Id.Lg.738d, Arist.Pol.1269a25.
II κινητέον, one must call into play, τὴν ζωγραφίαν Pl.R. 373a.
2 one must excite, ὀργὴν ἢ ἔλεον S.E.M.2.11.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de κινέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κινητέος -α -ον, adj. verb. van κινέω, die in beweging gezet moet worden:; εἰ καὶ κινητέοι (νόμοι) als de wetten wel veranderd moeten worden Aristot. Pol. 1269a25; n. onpers. κινητέον er moet in beweging gezet worden, met acc.: τὴν ζωγραφίαν de schilderkunst moet erbij gehaald worden Plat. Resp. 373a.
Greek Monotonic
κῑνητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του κινέω,
I. αυτός που πρέπει να κινηθεί, σε Πλάτ.
II. κινητέον, αυτό που πρέπει κάποιος να βάλει σε κίνηση, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
κῑνητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ κινέω, ὃν δεῖ κινεῖν, Πλάτ. Ἀτεραστ. 134A· ― μεταβλητέος, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8. 25. ΙΙ. κινητέον, πρέπει τις νὰ βάλῃ εἰς κίνησιν, νὰ παρουσιάσῃ, τὴν ζωγραφίαν Πλάτ. Πολ. 373A. 2) πρέπει τις νὰ μεταβάλῃ, οὐδὲν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 738D.
Middle Liddell
κῑνητέος, η, ον verb. adj. of κινέω
I. to be moved, Plat.
II. κινητέον, one must call into play, Plat.